αμούστακος

αμούστακος
-η, -ο
1. αυτός που δεν έχει μουστάκι: Είχε πατήσει τα δεκαοχτώ κι ήταν ακόμη αμούστακος.
2. ανήλικος: Είσαι ακόμη αμούστακος, γι' αυτό να μη μιλάς.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • αμούστακος — η, ο και παλ. τ. αμύστακος, ον [μουστάκι] 1. αυτός που δεν έχει μουστάκι 2. αυτός που δεν έβγαλε ακόμη μουστάκι και συνεκδοχικά ο έφηβος 3. αυτός που έχει ξυρισμένο το μουστάκι 4. (για καλαμπόκι ή άλλα φυτά) χωρίς μουστάκι, χωρίς θύσανο …   Dictionary of Greek

  • αμύστακος — η, ο [μύσταξ] ο αμούστακος* …   Dictionary of Greek

  • λείος — α, ο (Α λεῑος, λεία, λεῑον) 1. ομαλός στην επιφάνεια, αυτός δεν είναι τραχύς στην αφή, απαλός (α. «έχει πολύ λείο δέρμα» β. «αἴγειρος ὥς, ἥ... ἐν εἱαμενῇ ἕλεος μεγάλοιο πεφύκῃ λείη», Ομ. Ιλ.) 2. στιλπνός, γυαλιστερός 3. (για τη θάλασσα) ατάραχος …   Dictionary of Greek

  • λειογένειος — λειογένειος, ον (Α) αγένειος, αμούστακος, με απαλό χνούδι στο πρόσωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. < λεῖος + γένειον (πρβλ. χαλκο γένειος)] …   Dictionary of Greek

  • αχνούδωτος — η, ο αυτός που δεν έχει χνούδι, άτριχος, αμούστακος: Το πρόσωπό του ήταν ακόμη αχνούδωτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”